-
1 финансовый
-
2 финансовый
οικονομικόςχρηματιστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > финансовый
-
3 финансовый
финансов||ыйприл οἰκονομικός, οἰκονομολογικός, χρηματιστικός:\финансовыйая система τό οίκο νομικό σύστημα· \финансовый капитал τό χρηματιστικό κεφάλαιο· \финансовыйые круги́ οἱ οἰκονομικοί κύκλοι· \финансовый контроль ὁ οίκονομικός ἔλεγχος. -
4 финансовый
επ.οικονομικός• χρηματιστικός•финансовый кризис ο ικονομι-κή κρίση•
финансовый капитал το χρηματιστικό κεφάλαιο•
-ые затруднения οικονομικές δυσκολίες (δυσχέρειες).
-
5 советник
ο σύμβουλοςэкономический - см.финансовый -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > советник
-
6 директор
I.(руководитель) о διευθυντήςII.(многовибраторной антенны) ο οδηγός της ράβδου ή σύρμα της κεραίας μήκους περίπου Vi του μήκους των κυμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > директор
-
7 отчет
ο απολογισμός, η αναφορά, η έκθεσηгодовой - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -ежегодный - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -периодический - η περιοδική αναφορά/έκθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отчет
-
8 посредник
ο μεσίτ/ης, ο μεσολαβητής, ο μεσάζωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > посредник
-
9 отчет
отчетм ὁ ἀπολογισμός, ἡ ἔκθεση [-ις], ἡ λογοδοσία/ τά πρακτικά (съезда и т. п.):финансовый \отчет ὁ οἰκονομικός ἀπολογισμός· давать кому́-л. \отчет в чем-л. δίνω λογαριασμό σέ κάποιον γιά κάτι· давать \отчет в своих посту́пках δίνω λόγο γιά τίς πράξεις μου· ◊ дать себе \отчет συ-ναισθάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι· не давая себе \отчета χωρίς νά σκεφθώ, ἀστόχαστα, ἀπερίσκεπτα· брать деньги под \отчет παίρνω χρήματα ἐπί ἀποδόσει λογαριασμού. -
10 отчёт
-а α.1. απολογισμός• έκθεση• отчёт πέ•отчёт ред избирателями απολογισμός μπροστά στους εκλογείς•
финансовый отчёт οικονομικός απολογισμός•
отчёт местного комитета απολογισμός της τοπικής επιτροπής•
годичный отчёт ετήσιος απολογισμός.
2. απολογία•дать отчёт в своих дист-виях, поступках απολογούμαι για τις ενέργειες μου, τις πράξεις μου.
εκφρ.дать (давить) себе отчёт – έχω γνώση (επίγνωση)• έχω συναίσθηση, συνείδηση•взять под отчёт – παίρνω με απόδοση λογαριασμού.